[ ] Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes)
1 [ἐ]τείμησεν Ἄμμιον̣ [Ἀ]-
θηνόδωρον τὸν ἑα̣υ-
τῆς υἱὸν καὶ Τατειν [Ἀ]-
θηνοδώρου καὶ Ἀρτε-
5 μίδωρος οἱ πάππι κα[ὶ]
οἱ συνγενεῖς.
Search Help
Contact Us