[ ] Lyd. — Sardis (Sart) — ca. 17? AD
1 ἡ σ̣[π]εῖ̣ρ̣α χ̣ὡ̣ [ῥ]ι̣ζ̣α̣ῖ̣ος εἷ̣ς̣ ἐ̣σ̣τιν λίθος,
πρῶτος δὲ πάντων ἐξ ὅλων ἀνίσταμαι
οὐ δημοτεύκτων, ἀλλ’ ἀπ’ οἰκείων λίθων.
Search Help
Contact Us