[ ] Lyd. — Sardis (Sart) — beg. 1st c. AD (aft. ca. 9 BC)
a.1 [ἐπὶ ․․]υτουα δʹ, μη(νὸς)
[Καίσαρ]ο̣ς κʹ, Ἀπφί[α ․․]-
[․․․․, γυ]ν̣ὴ δὲ Ἀσκ̣[ληπι]-
[άδου ․․․]οδώρου.
b.1 ἔτους τοῦ αὐτοῦ,
  Ἀσκληπιάδης
   μετὰ τῆς μητρ[ός].
Search Help
Contact Us