[ ] Lyd. — Sardis (Sart)
1 [ὁ δῆμο]ς ἐ[τείμη]σεν Με-
[λιτίνη(?)]ν [Μνη(?)]σιφίλου
[Θεοδό(?)]την, τοῦ ἀγορανό-
ου ἀδελφήν(?), καυειν, {²κτλ.}² ]
Search Help
Contact Us