[ ] Lyd. — Sardis (Sart) — 1st c. BC
1 Ἄρτεμι, Σάρδεις σῶζε διηνε[κὲ]ς εἰς ὁμόν[οιαν] |
Μοσχίνης εὐχαῖς Διφίλεω θυγατρό[ς]. |
Search Help
Contact Us