[ ]
Syr., Emesene — Salamias (Sélémyé)
1 | [ἐν ὀνόματι Πατρὸς] κ(αὶ) Υἱοῦ κ(αὶ) Ἁγί(ου) Πν(εύματος) ἀνῆλθ(ε) μ[αρτύριον τοῦ ἁγίου(?) — — —]. |
1 | [ἐν ὀνόματι Πατρὸς] κ(αὶ) Υἱοῦ κ(αὶ) Ἁγί(ου) Πν(εύματος) ἀνῆλθ(ε) μ[αρτύριον τοῦ ἁγίου(?) — — —]. |