[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ)
A.1 Ἰ(ησοῦ)ς Χ(ριστὸ)ς
    νικᾷ.
B.1 λάβετε, φάγετε· τ☩οῦτό μο<ύ> ἐστιν ☩
τὸ σο͂μα τὸ ὑ☩πὲρ <ὑ>μῶν κλό(μενον) {²⁶κλώμενον}²⁶. ☩
Search Help
Contact Us