[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ) — 173 AD
1 ἔτ̣ους̣ ε̣πυʹ Ὑπε̣ρβε-
ρε<τ>(αίου). <Ο>ὐ<ε>τρανὲ(?) ἄ̣λυπ̣[ε]
χαῖρε.
Search Help
Contact Us