[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ)
1 [ἔτους ․․․ʹ], μη(νὸς)
Ἀπελ-
λ(έου)(?) λʹ Μά-
[ξι]μος Ἡ-
5 [λιο]δώρο-
[υ] ζ<ή>σας ἔ-
[τη ἑ]νενή-
[κον]τα ἀπ-
[εθε]ώθη.
Search Help
Contact Us