[ ] Syr., Emesene — Emesa (Ḥomṣ)
[— — —]-
1 λιτης ὑ<π>[ὲρ]
σωτηρί-
ας Καλ̣λ̣<ί>-
[σ]τ[ου]
5 [κα]ὶ <γ>υν-
[αικὸ]ς καὶ
[τέκνων εὐχ]ὴν ἐπόησ-
εν.
Search Help
Contact Us