[ ]
Nub. — Pachoras--Phthouris (Faras)
1 | τὴν δούλου σου Σταυ[ροσιλ]κουδα ∶ διακόνο Μαρία[․] Παχ(ώ)ρα[ς] υ(ἱὸ)ς [Εἰσθέτας]. |
1 | τὴν δούλου σου Σταυ[ροσιλ]κουδα ∶ διακόνο Μαρία[․] Παχ(ώ)ρα[ς] υ(ἱὸ)ς [Εἰσθέτας]. |