[ ]
Nub. — Pachoras--Phthouris (Faras)
1 | ἐγὼ — — — ἐπ(ὶ) δ(ια)κ(όνου) νἄββα {²⁶ἄββα}²⁶ Πέτρου ὁσιωτ(άτου) ἐπισκ(όπου) μ(η)τρό[πο]λις Παχ(ώρας) |
1 | ἐγὼ — — — ἐπ(ὶ) δ(ια)κ(όνου) νἄββα {²⁶ἄββα}²⁶ Πέτρου ὁσιωτ(άτου) ἐπισκ(όπου) μ(η)τρό[πο]λις Παχ(ώρας) |