[ ] Rhodos Isl. — Lindos: Lartos — Christian — cf. Lindos II 640
1 [—] <Κ(ύ)ρ>ιε βοήθε(ι) {²⁷𐆠 Κ(ύρι)ε βοήθι (Kinch)}²⁷ τὸ(ν) δο[ῦ]-
λό(ν) σου Καλλι[— —]
ΝΕ[․] τὸ(ν) παρα[γει]?-
νάμενο(ν)
5 (εἰ)ς τὸ ἔργον
τοῦτο (τὸ)
μυκρό(ν).
Search Help
Contact Us