[ ] Lycia, E. — Arneai — sh. bef. 1st c. AD
[Ἀρνεατῶν ὁ δῆμος ἐτείμη]-
[σεν — — — — — — — — — χρυ]-
1 [σ]ῷ̣ στ̣εφά̣νῳ ἀρι̣στ̣εί̣ῳ [καὶ]
εἰκόνι χαλκῇ, ἄνδρα καλὸν̣ [καὶ]
ἀγαθὸν διὰ προγόνων γε-
γονότα, ἐπί τε τοῖς λοι-
5 ποῖς οἷς πέπραχχεν εἰς
τὸν δῆμον καὶ δεδωκό-
 τα τῇ πόλει (δραχμὰς) ͵γφʹ.
Search Help
Contact Us