[ ] Lykao. — Is.-Lyk. Borderl.: Armassun
1 Πόπλιος Οὐολούμνιος
Ῥοῦφος Οὐολουμνίᾳ
Καματᾳ καὶ Οὐολου-
μ̣νίᾳ Γουλλθει ταῖς
5 [θυ]γ̣α̣τ̣ρ̣ά̣σ̣ι̣ν̣ [— — —]
Search Help
Contact Us