[ ] Gal. Phryg. — Laodicea Comb. (Lādik) — Soğuk Pınar
1 [ιος νι σεμουν κνο]υνμανει κακουν αδ-
[δακετ τιτετικμεν]ος Αττι αδειτου.
Search Help
Contact Us