[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 [Αὐρ.] Εἰουλιανὴ τῷ ἰδείῳ
[ἀνδ]ρὶ γλυκυτάτῳ Αὐρ.
[․․․]ε̣ιανῷ σὶν τῖς τέκν-
[ις Π]ο̣ντικῷ καὶ Κυρι-
5 [ακῷ(?)] καὶ Μωκισῃ κα<ὶ> Μα-
[ρίᾳ(?)] ἀ<νέ>στησαν μνή-
[μης] χάριν.
Search Help
Contact Us