[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 Στάχυς Ἀσ-
πασίᾳ συν-
[βίῳ γλυκ]υτάτῃ
καὶ σεμνοτάτῃ
5 μνήμης ἕνεκα
[καὶ ἑαυτῷ ζῶ]ν̣.
Search Help
Contact Us