[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik)
1 [Ἰκον(?)]ιεὺς Ἰμαν Λευκίου Μητρὶ Δ-
[․․․ην]ῇ εὐχήν· καὶ ἐφύτευσα
[τὸν περ]ίβολον ἐκ τῶν ἐμῶν ἀ-
[ναλωμάτων ․․․․․․․․․․]
Search Help
Contact Us