[ ] Lykao. — Laodicea Comb. (Lādik) — Kadınhanı
1 Αὐρ. Ζωτι-
κὸς τῷ γλυ-
κυτάτῳ μου
ἀδελφῷ Πα-
5 τρικείῳ
δειακόνῳ {²⁶διακόνῳ}²⁶
ἀνέστησα
μνήμης χά-
ριν.
Search Help
Contact Us