[ ] Lyd., N.E. — Ioulia Gordos (Gördes)
1 [Διὶ Πορ]οτ̣τ̣η̣νῷ(?) Κλέων Κλέωνος Ἰουλιανὸς {²vac.}²
[καὶ Κλ]έων Ἑρμογ[έ]νους Ἰούλιος νεώτερος ὁ ἀδελφό[ς].
Search Help
Contact Us