[ ] Lyd. — Sardis (Sart)
1 Μενεκράτης Ἀφθόρου
[ὑ]πὲρ ἰδίας συμβίου Ἀπ-
[φίας(?) τὸν β]ωμὸν ἀνέσ[τησα]
[χαριστήριον(?) Μητ]ρὶ [θεῶν].
Search Help
Contact Us