Γιταν[α(ίων)].
Γιτανα(ίων).
κεστος Ὑσσωϊο Γοργον
Κτουβολδο ∶αʹ∶. Γιτακολος
Ἰμβαρηλδον Μοηννο ∶δ(ρ.) ΙΙ̣.
Ἄμρας,
Γιτ․․․άβας,
Μ[α]σθανάδχιαθ